μεταφραστικός

μεταφραστικός
[мэтафрастикос] επ переводной (с одного языка на другой).

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μεταφραστικός" в других словарях:

  • μεταφραστικός — ή, ό (Α μεταφραστικός, ή, όν) [μεταφράζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετάφραση ή στον μεταφραστή («μεταφραστικό λάθος») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μεταφραστικά η αμοιβή τού μεταφραστή μσν. παραφραστικός, αναφερόμενος στην παράφραση …   Dictionary of Greek

  • μεταφραστικός — ή, ό ο σχετικός με τη μετάφραση: Μεταφραστικά σφάλματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταφραστικόν — μεταφραστικός paraphrastic masc acc sg μεταφραστικός paraphrastic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφραστικοί — μεταφραστικός paraphrastic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφραστικῶς — μεταφραστικός paraphrastic adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταφραστικῷ — μεταφραστικός paraphrastic masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»